- ολεσίβωλος
- ὀλεσίβωλος, -ον (Α)αυτός που καταστρέφει, που συντρίβει τους βώλους.[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος < θ. ολεσι- τού ὄλλυμι (πρβλ. ἀπόλεσις, ὤλεσα) + βῶλος, πρβλ. μεγαλό-βωλος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.